- μυρτέλαιο
- τοχημ. αιθέριο έλαιο το οποίο λαμβάνεται με απόσταξη από τα φύλλα του φυτού μύρτος η κοινή, με αρωματική οσμή και γεύση και αντισηπτικές ιδιότητες, αλλ. μυρσινέλαιο, μυρτόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτο + έλαιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρσινέλαιο — το (Α μυρσινέλαιον) λάδι το οποίο εξάγεται από τα φύλλα τής μυρσίνης, μυρτέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
μυρτόλη — η μυρσινέλαιο, μυρτέλαιο … Dictionary of Greek
μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek
οινομύρσινον — οἰνομύρσινον, τὸ (Μ) οἱνος αναμεμιγμένος με μυρτέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴνος + μυρσίνη] … Dictionary of Greek
μυρτιά ή σμυρτιά ή μερσινιά — (μύρτος η κοινή). Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στην οικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο,… … Dictionary of Greek